- προσωπαιδοῦντες
- προσωπαιδοῦντες· ἐπιβεβαιοῦντες, Hsch. (leg. προσεμπεδοῦντες).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσωπαιδούντες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιβεβαιοῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει να αναγνωσθεί προσεμπεδοῦντες] … Dictionary of Greek